υποοικογένεια

υποοικογένεια
η, Ν
βιολ. ταξινομική βαθμίδα στη συστηματική κατάταξη τών ζώων και τών φυτών, που βρίσκεται μεταξύ τού γένους και τής οικογένειας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μιμοζίδες ή μιμοσίδες ή μιμοσοειδή — Υποοικογένεια των λεγκουμινωδών ή χεδρωπών (δικοτυλήδονα) στην οποία υπάγονται, κατά το μεγαλύτερο μέρος, τροπικά φυτά. Μερικοί επιστήμονες την αξιολογούν όχι ως υποοικογένεια αλλά μάλλον ως οικογένεια φυτών, πολύ κοντινή και συγγενή προς τα… …   Dictionary of Greek

  • ελαφίνες — Υποοικογένεια ελαφιών της οικογένειας των ελαφιδών. Σε αυτήν ανήκουν τα ελάφια που ζουν σχεδόν σε όλο τον κόσμο. Πρόκειται για σχετικά μεγάλα ζώα με εξαίρεση ορισμένα είδη της Νότιας Αμερικής, το ύψος των οποίων δεν ξεπερνά συνήθως τα 30 εκ. Όλα… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλοφίνες — Υποοικογένεια θηλαστικών της οικογένειας των βοοειδών. Το μήκος τους είναι περίπου 70 εκ., ενώ το βάρος τους κυμαίνεται μεταξύ 6 14 κιλών. Το χρώμα τους είναι κόκκινο της σκουριάς ή σκούρο καφέ, με μια χαρακτηριστική γκρίζο μπλε λωρίδα κατά μήκος …   Dictionary of Greek

  • κουνούπι — Κοινή ονομασία δίπτερων εντόμων της οικογένειας culicidae, της υπόταξης των νηματοκέρων. Τα κ. έχουν λεπτό σώμα, που ανάλογα με το είδος μπορεί να ποικίλλει σε μήκος από 3 έως 15 χιλιοστά, και το οποίο φέρει μακριά πόδια. Το μικρό κεφάλι τους… …   Dictionary of Greek

  • σκίουρος — (sciurus). Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα είδη τρωκτικών, της οικογένειας των Σκιουριδών, της υπόταξης των Aπλοδόντων. Οι καθαυτό σ. ανήκουν στην υποοικογένεια των Σκιουρινών που περιλαμβάνει πάνω από 30 γένη, κατανεμημένα κατά… …   Dictionary of Greek

  • ακιπιτρίδες — (accipitridae). Οικογένεια πτηνών της τάξης των ιερακομόρφων, της υφομοταξίας των ατροπιδοφόρων. Οι α. περιλαμβάνουν τις οκτώ ακόλουθες υποοικογένειες: Ελανίδες. Είναι αρπακτικά πουλιά,πουτρέφονται με ερπετά, αμφίβια και έντομα και κυνηγούν μόνο… …   Dictionary of Greek

  • βοοειδή — Οικογένεια αρτιοδακτύλων θηλαστικών, μηρυκαστικών, στην οποία ανήκουν πολλά οικιακά ζώα μεγάλου μεγέθους, χρήσιμα στην οικονομία των ανθρώπων, και πολλά άγρια, όπως ο βούβαλος, ο βίσονας, η αντιλόπη, το γκνου κ.ά. Τα β. ζουν σε όλα τα μέρη της… …   Dictionary of Greek

  • καπρίνες — (caprinae). Υποοικογένεια μηρυκαστικών της τάξης των αρτιοδακτύλων. Στους κ. ανήκουν οι κατσίκες και τα πρόβατα. Τα πρόβατα ανήκουν στην υποοικογένεια των καπρίνων (φωτ. ΑΠΕ) …   Dictionary of Greek

  • άλκη — η Ζωολ. το μεγαλύτερο σύγχρονο ελάφι. Ανήκει στην τάξη Αρτιοδάχτυλα (Μηρυκαστικά), στην οικογένεια Cervidae και την υποοικογένεια Cervinae. Πρόκειται για το μοναδικό είδος τού γένους Alces. Είναι ογκώδες, με μακριά πόδια και κοντό λαιμό. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • αντιλόπη — Ονομασία θηλαστικών μηρυκαστικών υποοικογενειών των βοοειδών, μεταξύ των οποίων και η υποοικογένεια αντιλοπίνες. Σε αυτήν ανήκουν η α. και η γαζέλα. Το μέγεθός τους ποικίλλει πολύ, ανάλογα με το γένος· το ύψος τους στο ακρώμιο μπορεί να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”